εὐτεκνία

From LSJ
Revision as of 21:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτεκνία Medium diacritics: εὐτεκνία Low diacritics: ευτεκνία Capitals: ΕΥΤΕΚΝΙΑ
Transliteration A: euteknía Transliteration B: euteknia Transliteration C: efteknia Beta Code: eu)tekni/a

English (LSJ)

poet. εὐτεκνίη, ἡ,

   A blessing of children, εὐτεκνίας κύρσαι E.Ion 470 (lyr.); εὐτεκνίᾳ δυστυχίαν . . καθελεῖν Id.Supp.66(lyr.), cf. Arist. Rh.1361a1, EN1099b3, Stoic.3.24, IG9(1).979; εὐ. παίδων Epigr. ap. Plu.Fr.22.7; fruitfulness, IG14.1615.    II personified, Εὐτεκνεία (sic) Syria6.295 (Philippopolis). [-τεκ- in ll. cc. poet., and Theoc. 18.51.]

Greek (Liddell-Scott)

εὐτεκνία: ἡ, τὸ ἔχειν πολλὰ ἢ καλὰ τέκνα, εὐτεκνίας κῦρσαι Εὐρ. Ἴων 470· εὐτεκνίᾳ δυστυχίαν... καθελεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 66, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 4, Ἠθ. Ν. 1. 8,16· εὐτ. παίδων Ἀνθ. Π. παράρτ. 264· γονιμότης, αὐτόθι 356· πρβλ. εὐπαιδία. ὁ Θεόκρ. ἐν 18. 51 ἔχει τὴν λέξιν μετὰ βραχείας παραληγ., ὡς συμβαίνει καὶ εὶς τὴν λέξιν τέκνον.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonheur d’avoir de nobles enfants ou beaucoup d’enfants.
Étymologie: εὔτεκνος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐτεκνία, Α και ποιητ. τ. εὐτεκνίη) εύτεκνος
το να έχει κάποιος πολλά και καλά τέκνα
μσν.
μτφ. ευγλωττία («τὴν ἐν λόγοις εὐτεκνίαν», Ευστ.)
αρχ.
1. γονιμότητα
2. επιγρ. ευκαρπία
3. (επιγρ., ως κύριο όν.) ἡ Εὐτεκνεία
προσωποποίηση της ευτεκνίας.

Greek Monotonic

εὐτεκνία: ἡ, ευλογία παιδιών, γενιά καλών παιδιών, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτεκνία: ἡ родительское счастье или счастье материнства Eur., Arst., Anth.