θάψος
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
ἡ,
A fustic, Rhus Cotinus, used for dyeing yellow, brought from the island of Thapsos, Theoc.2.88, Nic.Al.570: θαψία ῥίζα Thphr. Fr.170.
German (Pape)
[Seite 1189] ἡ, Kraut zum Gelbfärben der Wolle und Haare, von der Insel Thapsus benannt, Phot.; Schol. Theocr. 2, 88; Nic. Al. 570.
Greek (Liddell-Scott)
θάψος: ἡ, καὶ θαψία (Διοσκ. 4. 158), φυτόν τι ἢ ξύλον χρήσιμον πρὸς παρασκευὴν κιτρίνης βαφῆς, ἐξαγόμενον ἐκ τῆς νήσου Θάψου, Θεόκρ. 2. 28, Νικ. Ἀλ. 583· - θαψία ῥίζα Θεόφρ. Ἀποσπ. 170.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
plante qui sert à teindre en jaune et qu’on tirait de l’île de Thapsos.
Étymologie: Θάψος.
Greek Monolingual
η (Α θάψος)
νεοελλ.
το φυτό «ρους ο κότινος»
αρχ.
φυτό της χερσονήσου Θάψος, χρήσιμο για την παρασκευή κίτρινης βαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το φυτό πήρε την ονομασία του από τη χερσόνησο Θάψο, στην ανατολική παραλία της Σικελίας, από την οποία προερχόταν].
Greek Monotonic
θάψος: ἡ, φυτό ή ξύλο που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή κίτρινης βαφής, και το οποίο εξαγόταν από τη Θάψο, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
θάψος: ἡ тапс (растение, дававшее желтую краску для окрашивания тканей) Theocr.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: name of a plant, fustic, Rhus Cotinus, used for dyeing yellow (Theocr.), also θαψία ῥίζα (Thphr.); θαψία f. deadly carrot, Thapsia garganica (Arist., Thphr.);
Derivatives: θάψινος yellow-coloured (Ar.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Identical with the name of the peninsula Thapsos (on the east-coast of Sicily), or derived from it. Strömberg Pflanzennamen 127.