θηρίωσις

From LSJ
Revision as of 21:55, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρῐωσις Medium diacritics: θηρίωσις Low diacritics: θηρίωσις Capitals: ΘΗΡΙΩΣΙΣ
Transliteration A: thēríōsis Transliteration B: thēriōsis Transliteration C: thiriosis Beta Code: qhri/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A turning into a beast, Luc. Salt.48.

German (Pape)

[Seite 1210] ἡ, Verwandlung in ein Thier, Luc. salt. 48.

Greek (Liddell-Scott)

θηρίωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς θηρίον μεταβολή, Λουκ. Ὀρχ. 48. ΙΙ. ἀγριότης, τὸ κτηνῶδες, Γρηγ. Νύσσ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
métamorphose en bête sauvage.
Étymologie: θηρίον.

Greek Monolingual

θηρίωσις, ἡ (Α) θηριώ
μεταβολή σε θηρίο, μεταμόρφωση σε θηρίο.

Greek Monotonic

θηρίωσις: -εως, ἡ (θηριόω), η μετατροπή σε θηρίο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

θηρίωσις: εως ἡ превращение в (дикое) животное Luc.