προσαιρέομαι

From LSJ
Revision as of 08:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαιρέομαι Medium diacritics: προσαιρέομαι Low diacritics: προσαιρέομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΙΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: prosairéomai Transliteration B: prosaireomai Transliteration C: prosaireomai Beta Code: prosaire/omai

English (LSJ)

Med.,

   A choose and associate with, τινάς τινι ξυμβούλους Th.5.63; ἑωυτῷ π. τινά take for one's companion or ally, Hdt.9.10; κοινὸν αὑτοῖς [διαιτητήν] D.59.45; σφίσιν αὐτοῖς ἄρχοντας Arist.Ath. 35.1; ὁ αἰσυμνήτης τοὺς προσεταίρους -εῖται SIG57.7 (Milet., v B. C.), cf. IG12.56.27, 84.38.    II choose in addition to, τινά τινι X.HG6.2.39; στρατηγοὺς πρὸς τοῖς ὑπάρχουσι ib.2.1.16.    III Act. προσαιρεῖν appoint as one's assistant, POxy.58.17 (iii A.D.): aor. part. προσελών dub. sens. in PPetr.2.20 iii 9 (cf. 3p.76, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 748] (s. αἱρέω), dazu erwählen od. annehmen; ἑαυτῷ τινα, sich Einen zum Gefährten od. Genossen wählen, Her. 9, 10; Plat. Legg. VI, 754 c Xen. Cyr. 1, 5, 57; de rep. Lac. 15, 5; κοινὸν διαιτητήν, Dem. 59, 45; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσαιρέομαι: μέσ., ἐκλέγω ἐπὶ πλέον, ἐκλέγω καὶ προσθέτω, δέκα γὰρ ἄνδρας Σπαρτιατῶν προσείλοντο αὐτῷ συμβούλους Θουκ. 5. 63˙ ἑαυτῷ πρ. τινα, προσλαμβάνω ὡς σύντροφόν μου ἢ σύμμαχον, Λατ. coöptare, Ἡρόδ. 3. 130., 9. 10˙ καὶ προσελόμενοι σφίσιν αὐτοῖς τοῦ Πειραιῶς ἄρχοντας δέκα κτλ. Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 50, 16, Blass. ΙΙ. καθόλου, ἐκλέγω προσέτι, τινά τινι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39˙ τινὰ πρός τινι αὐτόθι 2. 1, 16.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. προσαιρήσομαι, ao.2 προσειλόμην, etc.
1 choisir pour associé, adjoindre dans son propre intérêt : τινά τινι une personne à une autre;
2 choisir en outre : τινά τινι ou τινα πρός τινι une personne outre une autre.
Étymologie: πρός, αἱρέομαι.

Greek Monotonic

προσαιρέομαι: Μέσ.,
I. διαλέγω για τον εαυτό μου, ἑαυτῷ προσαιρέομαί τινα, προσλαμβάνω ως σύντροφο ή σύμμαχο, Λατ. cooptare, σε Ηρόδ.
II. γενικά, εκλέγω επιπλέον, τινά τινι, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσαιρέομαι: выбирать, подбирать, брать (τινι ξυμβούλους Thuc.; γραμματέα Arst.): προσελέσθαι ἑαυτῷ τινα Xen. взять себе кого-л. (в помощь).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αιρέομαι, alleen med. bij zich nemen:. προσαιρέεται δὲ ἑωυτῷ Παυσανίης Εὐρυάνακτα Pausanias voegde als collega Euryanax aan zich toe Hdt. 9.10.3; κοινὸν δὲ αὑτοῖς προσαιροῦνται Διογείτονα zij namen bij zichzelf Diogiton als onpartijdig bemiddelaar erbij Apollod. [Dem.] 59.45. erbij kiezen:. π. στρατηγοὺς πρὸς τοῖς ὑπάρχουσι als aanvoerders erbij kiezen naast de bestaande aanvoerders Xen. Hell. 2.1.16.