τεμάχιον
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
τό, Dim. of τέμαχος, Hp.Aff.43 (v.l.), Pl.Smp.191e, Amphis 35, Crobyl.8.
German (Pape)
[Seite 1089] τό, dim. von τέμαχος, Plat. Conv. 191 e; übh. Bruchstück, Glied, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τεμάχιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τέμᾰχος, Ἱππ. 526. 35, Πλάτ. Συμπ. 191Ε· λαβρακίου τεμάχια Ἄμφις ἐν «Φιλεταίρῳ» 1, Κρώβυλος ἐν Ἀδήλ. 1.
Greek Monotonic
τεμάχιον: τό, υποκορ. του τέμᾰχος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
τεμάχιον: (ᾰ) τό кусочек, ломтик Plat.