φατειός

From LSJ
Revision as of 05:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰτειός Medium diacritics: φατειός Low diacritics: φατειός Capitals: ΦΑΤΕΙΟΣ
Transliteration A: phateiós Transliteration B: phateios Transliteration C: fateios Beta Code: fateio/s

English (LSJ)

η, όν,

   A speakable, οὔ τι φατειός unutterable, unspeakable, of horrid objects, Κέρβερος, Φόβος, ὄφιες, Hes.Th.310, Sc.144, 161; φάσμα καρτερὸν οὔ τι φ. Menoph.Damasc. ap. Stob.4.21.7.

German (Pape)

[Seite 1258] poet. = φατέος, οὔτι φατειός, unaussprechlich, unsäglich, erschrecklich, nur Hes. Th. 310 Sc. 144. 161.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰτειός: -ά, -όν, Ἐπικ. ἀντὶ φατέος, ἔτικτεν ἀμήχανον, οὔτι φατειόν, Κέρβερον, δηλ. οὐκ ὀνομαστόν, δυσώνυμον, ἐπὶ φοβερῶν ὄντων, Ἡσ. Θεογ. 310, Ἀσπ. Ἡρ. 144, 161· φάσμα καρτερὸν οὔτι φατειὸν Μηνόφιλος παρὰ Στοβ. 407. 21.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qu’on peut dire, slmt dans la locut. nég. οὔ τι φατειός indicible ; terrible.
Étymologie: adj. verb. poét. de φημί.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(επικ. τ.) (συν. σε φρ. με άρνηση) οὐ φατειός
(για φοβερά πράγματα) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, να κατονομαστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φα-τειός, σχηματισμένος από το θ. φᾰ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. φημί, αποτελεί το αρχαιότερο παράδειγμα ρηματ. επιθ. σε -τεος. Αξιοσημείωτη είναι η δίφθογγος -ει- του τ. η οποία δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα μετρικής έκτασης, αλλά οφείλεται στο ότι το επίθ. φατειός έχει
προέλθει από ένα θηλ. ουσ. σε -t(e)i- (πρβλ. και τον μυκηναϊκό τ. qetejo + kwei-τειον του ρ. τίνω)].

Greek Monotonic

φᾰτειός: -ά, -όν, Επικ. αντί φατέος, οὔ τι φατειός, ανέκφραστος, ανείπωτος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

φᾰτειός: [adj. verb. к φημί выразимый: только в выраж. οὔτι φ. Hes. невыразимый, ужасный.