χλοεροτρόφος

From LSJ
Revision as of 06:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοεροτρόφος Medium diacritics: χλοεροτρόφος Low diacritics: χλοεροτρόφος Capitals: ΧΛΟΕΡΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: chloerotróphos Transliteration B: chloerotrophos Transliteration C: chloerotrofos Beta Code: xloerotro/fos

English (LSJ)

ον,

   A producing green grass, πεδίον E.Ph.826 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1359] junges Grün, grüne Kräuter nährend, hervorbringend, πεδίον Eur. Phoen. 833.

Greek (Liddell-Scott)

χλοεροτρόφος: -ον, ὁ παράγων χλόην, πράσινον χόρτον, χλοεροτρόφον .. πεδίον, «βοτανοτρόφον» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 826.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit de la verdure nouvelle, un tendre gazon.
Étymologie: χλοερός, τρέφω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βγάζει πράσινο χόρτο («χλοεροτρόφον... πεδίον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλοερός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. σταχυο-τρόφος].

Greek Monotonic

χλοεροτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που παράγει πράσινο γρασίδι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χλοεροτρόφος: производящий зелень, покрытый зеленью (πεδίον Eur.).