μάλκη
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ἡ,
A numbness from cold, esp. in hands and feet, Nic.Al.540, Th.724,382 (pl.), prob. in Plu.2.914a. 2 chilblain, Sch.Nic.Th. 382(pl.). II μάλκην· τὸ ἐπικόπανον (Parian), Hsch.
German (Pape)
[Seite 90] ἡ (μαλακός), das Erfrieren, Verklamen, bes. an den weicheren, empfindlicheren Theilen, ὅτ' ἐν παλάμῃσιν ἀεργοὶ μάλκαι ἐπιπροθέωσιν ὑπὸ κρυμοῖο δαμέντων, Nic. Ther. 382, Frostbeulen, vgl. 724 Al. 353; sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
μάλκη: ἡ, νάρκη ἕνεκα ψύχους, κυρίως τὰ χίμετλα τὰ γινόμενα εἰς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδους ἕνεκα πολλοῦ ψύχους, κοινῶς «ξεπαγιάσματα», Νικ. Ἀλ. 553, Θ. 724· ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. ἐν Θ. 583 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάλλην· τὸ ἐπικόπανον. Πάριοι».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
engourdissement par le froid, particul. aux mains et aux pieds, onglée ; αἱ μάλκαι, engelures.
Étymologie: cf. μαλακιάω -- DELG étym. ignorée.
Greek Monolingual
μάλκη, ἡ (Α)
1. η νάρκη, το μούδιασμα που προκαλείται στα μέλη του σώματος λόγω υπερβολικού ψύχους
2. χιονίστρα, κρυοπάγημα, ξεπάγιασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το μαλακός προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
Greek Monotonic
μάλκη: ἡ, νάρκωση από το κρύο.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: numbness for cold, in hands and feet, pl. chilblain (Nic.); μάλκην τὸ ἐπικόπανον (chopping-block). Πάριοι H.
Derivatives: μάλκιον ntr. (comp. as ῥίγιον?): φάρμακον ἀσθενές τε καὶ μάλκιον (Anon. ap. Suid.), sup. μαλκίστατον ἦμαρ (Call. Fr. anon. 45). Denom. verb μαλκίω (after ἰδίω; s. v.) become numb for cold, freeze (A. Fr. 332 [652 Mette], X., D., Ael.; often written μαλακίω after μαλακός), μαλκιό-ωντι ptc. dat. sg. (Arat. 294, metri c.), μαλκιῆν ὑπὸ κρύους κατεσκληκέναι καὶ δυσκίνητος εἶναι (Phot.). Here also μαλκόν μαλακόν H.? (after Specht KZ 59, 97 "weakening" of μαλακόν).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No explanation. Persson BB 19, 262 wants to connect Lith. mùlkis dullard, OCS mlьčati be silent, dumb a. o. words, that are on themselves of doubtful connection, s. Fraenkel and Vasmer Wb. s. vv.; details with further connection that are to be rejected in Bq s. v., also W.-Hofmann s. flaccus. -- The connection with μαλακός (Persson a. o.; thus Bechtel Dial. 3, 315 for μάλκη = ἐπικόπανον referring to sch. on Nic. Th. 381) is semantically not convincing; vgl. WP. 2, 290, Pok. 719. - A form μαλκ- can hardly be explained from IE.