μελλητής

From LSJ
Revision as of 23:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλητής Medium diacritics: μελλητής Low diacritics: μελλητής Capitals: ΜΕΛΛΗΤΗΣ
Transliteration A: mellētḗs Transliteration B: mellētēs Transliteration C: mellitis Beta Code: mellhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who delays or procrastinates, Th.1.70, Arist.EN1124b24, Procop.Goth.3.1.

German (Pape)

[Seite 125] ὁ, der Zögernde, Zauderer, Thuc. 1, 70; Arist. eth. 4, 8 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελλητής: -οῦ, ὁ, ὁ βραδύνων, ἀργοπορῶν, διστάζων Θουκ. 1. 70, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 27.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui diffère toujours, temporisateur.
Étymologie: μέλλω.

Greek Monolingual

μελλητής, ὁ (Α) μέλλω
αυτός που χρονοτριβεί, που αργοπορεί να κάνει κάτι («καὶ ἀργὸν εἶναι καὶ μελλητήν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

μελλητής: -οῦ, ὁ (μέλλω), αυτός που χρονοτριβεί, οκνηρός, σε Θουκ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μελλητής: οῦ ὁ нерешительно действующий, колеблющийся человек Thuc., Arst.