ὀπωροφορέω
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
A bear fruit, AP 6.252 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 365] Obst tragen, Antiphil. 8 (VI, 252).
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωροφορέω: καρποφορῶ, φέρω καρπόν, Ἀνθ. Π. 6, 252.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter des fruits, produire.
Étymologie: ὀπωροφόρος.
Greek Monotonic
ὀπωροφορέω: καρποφορώ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀπωροφορέω: приносить плоды Anth.