ὀπωροφορέω
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
bear fruit, AP 6.252 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 365] Obst tragen, Antiphil. 8 (VI, 252).
French (Bailly abrégé)
ὀπωροφορῶ :
porter des fruits, produire.
Étymologie: ὀπωροφόρος.
Russian (Dvoretsky)
ὀπωροφορέω: приносить плоды Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωροφορέω: καρποφορῶ, φέρω καρπόν, Ἀνθ. Π. 6, 252.
Greek Monotonic
ὀπωροφορέω: καρποφορώ, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὀπωροφορέω,
to bear fruit, Anth. [from ὀπωροφόρος
Translations
bear fruit
Chinese Mandarin: 見效/见效, 結實/结实; Dutch: zijn vruchten afwerpen; Finnish: tuottaa tulosta; French: porter ses fruits; German: Früchte tragen, fruchten, Früchte abwerfen; Greek: αποδίδω καρπούς, φέρω καρπούς; Ancient Greek: ζωοφορέω, ζωοφορῶ, καρπογονέω, καρπογονῶ, καρποτοκέω, καρποτοκῶ, καρποφορέω, καρποφορῶ, καρποῦν, καρπόω, καρπῶ, ὀπωροφορέω, ὀπωροφορῶ, φέρω; Russian: приносить плоды; Spanish: dar sus frutas; Tibetan: འབྲས་བུ་སྐྱེ