παμμεγέθης

From LSJ
Revision as of 07:35, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμμεγέθης Medium diacritics: παμμεγέθης Low diacritics: παμμεγέθης Capitals: ΠΑΜΜΕΓΕΘΗΣ
Transliteration A: pammegéthēs Transliteration B: pammegethēs Transliteration C: pammegethis Beta Code: pammege/qhs

English (LSJ)

ες, = foreg., Pl. Prm.164d, Lg.913d, X.Mem.3.6.13, Timocl.8.14, D.19.241, Arist. GA745a34, al., Men.Her.2: neut. as Adv.,

   A παμμέγεθες ἀναβοᾶν Aeschin. 2.106, cf. Men.Sam.149.

German (Pape)

[Seite 453] ες, = Vorigem; πλῆθος θησαυροῦ παμμέγεθες, Plat. Legg. XI, 913 d; πρᾶγμα, Xen. Mem. 3, 6, 13; ὄρος, Pol. 5, 59, 4, öfter, u. a. Sp.; auch adv., παμμέγεθες ἀναβοᾶν, Aesch. 2, 106 u. Luc. Catapl. 12.

Greek (Liddell-Scott)

παμμεγέθης: -ες, = τῷ προηγ., Πλάτ. Παρμεν. 164D, Νόμ. 913D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6. 13, Δημ. 416. 15, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 52· - οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., παμμέγεθες ἀναβοᾶν Αἰσχίν. 42. 4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
tout à fait grand ; neutre adv. • παμμέγεθες ESCHN fortement.
Étymologie: πᾶν, μέγεθος.

Greek Monolingual

παμμεγέθης, -μέγεθος (ΑΜ)
1. πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης
2. (το ουδ. ως επίρρ.) παμμέγεθες
πάρα πολύ δυνατά, ισχυρότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μεγέθης (< μέγεθος)].

Greek Monotonic

παμμεγέθης: -ες, = το προηγ., σε Ξεν., Δημ.· ουδ. ως επίρρ., παμμέγεθες ἀναβοᾶν, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

παμμεγέθης: чрезвычайно большой, огромный, громадный (πρᾶγμα Xen.; πλῆθος θησαύρου Plat.; σημεῖον Dem.; ὀδόντες Arst.; ὄρος Polyb.; λίθος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμμεγέθης -ες enorm, immens; ook van geluid:. κέκραγε.. παμμέγεθες hij schreeuwde keihard Men. Sam. 364.