παραφορέω

From LSJ
Revision as of 07:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφορέω Medium diacritics: παραφορέω Low diacritics: παραφορέω Capitals: ΠΑΡΑΦΟΡΕΩ
Transliteration A: paraphoréō Transliteration B: paraphoreō Transliteration C: paraforeo Beta Code: parafore/w

English (LSJ)

   A = παραφέρω, set before, τινί τι Ar.Eq.1215 :— Pass., Hdt.1.133.    2 Med., accumulate, Pl.Lg.858b.

German (Pape)

[Seite 506] = παραφέρω; ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, vorsetzen. Ar. Equ. 1215; παραφορέεται., Her. 1, 133; u. med., für sich zusammentragen, sammeln, παραφορήσασθαι χύδην, Plat. Legg. IX, 858 b.

Greek (Liddell-Scott)

παραφορέω: παραφέρω, φέρω καὶ θέτω ἐμπρός τινος, παρατίθημι, ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, «ὅλα εἰς ἐσένα τὰ ἔφερνα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1215. - Παθ., Ἡρόδ. 1, 133. 2) Μέσ., συλλέγω, συνάγω, Πλάτ. Νόμ. 858Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
apporter devant, τινι.
Étymologie: παρά, φορέω.

Greek Monotonic

παραφορέω: μέλ. -ήσω, = παραφέρω, τοποθετώ εμπρός, τί τινι, σε Αριστοφ. — Παθ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παραφορέω: (= παραφέρω
1) 1) преподносить, подносить, подавать (τινί τι Arph.);
2) med. сносить в одно место, нагромождать (χύδην Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραφορέω [παράφορος] act. aandragen:. ἅπαντα... σοι παρέφορουν ik bracht je alles Aristoph. Eq. 1215. med. verzamelen.