ποικιλόστολος

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόστολος Medium diacritics: ποικιλόστολος Low diacritics: ποικιλόστολος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: poikilóstolos Transliteration B: poikilostolos Transliteration C: poikilostolos Beta Code: poikilo/stolos

English (LSJ)

ον, of a ship,

   A with variegated prow, S.Ph.343.

German (Pape)

[Seite 650] bunt gekleidet, übh. von buntem Aeußern, ναῦς, Soph. Phil. 343, wobei einige Ausleger an das hom. μιλτοπάρῃος, andere an ἐΰσσελμος, πολύζυγος u. ä. denken, Eust. aber erkl. πολλοῖς χρώμασι ποικιλλόμενον.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόστολος: -ον, ἐπὶ πλοίου, ὁ ἔχων τὴν πρῷραν ποικίλως κεκοσμημένην, πολλοῖς χρώμασι πεποικιλμένην, (ἴδε στόλος ἐν τέλ.), Σοφ. Φιλ. 343, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 274.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la robe tachetée, càd à la proue peinte de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, στολή.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. ποικιλόστομος, -ον, Α
(για πλοίο) αυτός που έχει διακοσμημένη πλώρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -στολος (< στόλος < στέλλω). Ο τ. ποικιλόστομος < ποικίλος + -στομος (< στόμα)].

Greek Monotonic

ποικῐλόστολος: -ον (στόλος II), λέγεται για πλοίο, με πλώρη πολύχρωμη, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόστολος -ον [ποικίλος, στολή] bont versierd.