τσελίκι
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
Greek Monolingual
(I)
και ξυλίκι, το, και τσίλικα, η, Ν
παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μια μικρή ράβδο με την οποία πρέπει το παιδί να χτυπήσει και να σηκώσει ψηλά ένα μικρό επίμηκες πελεκητό ξύλο τοποθετημένο σε κοίλωμα του εδάφους ή σε πέτρα έτσι ώστε να εξέχει το ένα άκρο του.———————— (II)
και τσιλίκι και τσυλίκι, το, Ν
1. χάλυβας, ατσάλι
2. μτφ. άνθρωπος ρωμαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. celik].