ὀρφανεύω

From LSJ
Revision as of 13:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρφᾰνεύω Medium diacritics: ὀρφανεύω Low diacritics: ορφανεύω Capitals: ΟΡΦΑΝΕΥΩ
Transliteration A: orphaneúō Transliteration B: orphaneuō Transliteration C: orfaneyo Beta Code: o)rfaneu/w

English (LSJ)

   A take care of, rear orphans, τέκνα, παῖδας, Id.Alc.165, 297:—Pass., c. fut. Med., to be an orphan, ib.535, Hipp.847, Supp.1132.

German (Pape)

[Seite 388] Waisen pflegen, erziehen, παῖδας ὠρφάνευες, Eur. Alc. 298; im med. = eine Waise sein, Hipp. 847 Alc. 538.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφᾰνεύω: φροντίζω περὶ ὀρφανῶν, ἀνατρέφω ὀρφανά, παῖδας, τέκνα Εὐρ. Ἄλκ. 165, 297. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ., = ὀρφανός εἰμι, εἶμαι ὀρφανός, αὐτόθι 535, Ἱππ. 847, Ἱκ. 1132· πρβλ. παρθενεύομαι.

French (Bailly abrégé)

élever un orphelin ou des orphelins ; Pass. être élevé comme orphelin, être orphelin.
Étymologie: ὀρφανός.

Greek Monolingual

και αρφανεύω (Α ορφανεύω) ορφανός
νεοελλ.
1. μένω ορφανός, χάνω τον ένα ή και τους δύο γονείς μου λόγω θανάτου
2. χάνω πολύτιμο φίλο ή προστάτη («να μάθουν πώς ὀρφανέψαμε από τους άρχοντάς μας», Πολίτ.)
αρχ.
1. φροντίζω ορφανά παιδιά, ανατρέφω ή επιτροπεύω ορφανά
2. μσν. ορφανεύομαι
είμαι ορφανός.

Greek Monotonic

ὀρφᾰνεύω: μέλ. -σω, φροντίζω, ανατρέφω ορφανά, σε Ευρ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., είμαι ορφανός, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρφᾰνεύω: 1) (о сиротах) окружать заботами, заботливо воспитывать, призревать (παῖδας Eur.);
2) med. осиротеть, стать сиротой (τέκνα ὀρφανεύεται Eur.).

Middle Liddell

ὀρφᾰνεύω, fut. -σω
to take care of, rear orphans, Eur.: —Pass. c. fut. mid. to be an orphan, Eur.