Κρονιάς
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
άδος, ἡ, fem. of Κρόνιος: αἱ K. (sc. ἡμέραι), = Saturnalia, Plu.Cic.18.
Greek (Liddell-Scott)
Κρονιάς: -άδος, ἡ, ἴδε ἐν λ. Κρόνιος.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
de Saturne à Rome : Κρονιάδες ἡμέραι les Saturnales.
Étymologie: Κρόνος.
Greek Monotonic
Κρονιάς: -άδος, ἡ, βλ. Κρόνιος.
Russian (Dvoretsky)
Κρονιάς: άδος (ᾰδ) adj. f посвященный Крону (римск. Сатурну): Κρονιάδες ἡμέραι Plut. Сатурновы дни, Сатурналии.