σιτίο
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
Greek Monolingual
το / σιτίον, ΝΜΑ σῑτος
συνήθως στον πληθ. τα σιτία
τρόφιμα, προμήθειες (α. «σιτία γυλιού» — τα τρόφιμα που έχει ο οπλίτης στον γυλιό του και τά χρησιμοποιεί σε περίπτωση μη εφοδιασμού
β. «σιτία και ποτά», Πλάτ.
γ. «εἴ τι σιτίον ἢ ποτὸν ἦν», Ξεν.)
νεοελλ.
βιολ. το σύνολο τών θρεπτικών συστατικών που παίρνει ο οργανισμός με τις τροφές και που αποτελούνται από πρωτεΐνες, λίπη, υδατάνθρακες, βιταμίνες, ανόργανα άλατα και νερό
αρχ.
1. οι κόκκοι, οι σπόροι του σιταριού («ἤλουν ὄρθριαι τὰ σιτία», Φερεκρ.)
2. το ψωμί («ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῡνται σιτία», Ηρόδ.)
3. τροφή για σκύλους
4. στον πληθ. τα περιττώματα
5. φρ. «τἀν Πρυτανείῳ σιτία» — η σίτηση στο πρυτανείο, η σίτηση με δημόσια δαπάνη.