Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λάσανον

From LSJ
Revision as of 23:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

German (Pape)

[Seite 17] τό, 1) nach B. A. 106 μαγειρικὸς βαῦνος, ein Rost, worauf die Köche den Kochtopf oder die Bratpfanne setzen, Dreifuß, sonst χυτρόπους, Ar. Pax 893; VLL. – 2) nach B. A. 51 ἐφ' ᾡ ἀποπατοῦμεν, Nachtstuhl, Nachtgeschirr, Bass. 3 (XI, 74); Comic. in VLL., die es von λάσιος ableiten, wie Hesych. λάσανα, τὰ ὀπίσθια τῶν μηρῶν ἀπὸ τῆς δασύτητος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
chaise percée, pot de chambre.
Étymologie: DELG nom d’instrument en -ανον, mais λασ- ?
Par. ἀμίς, προχοΐς.

Greek Monolingual

λάσανον, τὸ (Α)
1. (πολύ συχνά στον πληθ.) τὰ λάσανα
τρίπολη σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούσαν τη χύτρα
2. (στον εν.) έδρα για αποπάτηση, καθοίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική κατάλ. -ανον (πρβλ. έδρ-ανον, τρύπ-ανον). Έχει αναχθεί σε ινδ. ρίζα lndh- και έχει συνδεθεί με αρχ. ινδ. randh- «μαγειρεύω» και αρχ. πρωσ. landan «φαγητό, έδεσμα». Παραμένει όμως ανερμήνευτη στο θέμα του η παρουσία του -σ-].

Russian (Dvoretsky)

λάσᾰνον: (λᾰ) τό
1) pl. кухонная тренога Arph.;
2) тж. pl. стульчак Arph., Anth.