έντομος
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἔντομος, -ον)
1. ο χωρισμένος με εντομές
2. το ουδ. ως ουσ. το έντομο
γενική ονομασία που περιλαμβάνει μικρά στο μέγεθος αρθρωτά ζώα τών οποίων το σώμα διαιρείται με εντομές σε τρία μέρη (κεφαλή, θώρακα και κοιλία) (οι μύγες, τα μυρμήγκια, οι σφήκες κ.ά.)
αρχ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα έντομα
α) σφάγια που θυσιάζονται στους νεκρούς
β) φρ. «ἔντομα ποιῶ» — θυσιάζω
2. oἱ ἔντομοι
οι ένορκοι.