τετράρριζος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράρριζος Medium diacritics: τετράρριζος Low diacritics: τετράρριζος Capitals: ΤΕΤΡΑΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: tetrárrizos Transliteration B: tetrarrizos Transliteration C: tetrarrizos Beta Code: tetra/rrizos

English (LSJ)

ον,

   A with four roots, ὀδόντες Gal.2.753: -ρριζος = dentium dolor, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τετράρριζος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥίζας, τετράρριζοι ὀδόντες Γαλην. τ. 4, σ. 16.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερεις ρίζες («τετράρριζοι ὀδόντες», Γαλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. τετράρριζος
οδονταλγία, πονόδοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. τρί-ρριζος].