πρωτόπολις
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ,
A first in the city, Τύχη Plu.2.322c.
German (Pape)
[Seite 805] ὁ, ἡ, der, die Erste im Staat; τύχη, Plut. de fort. Rom. 10, vielleicht aus Pind. tr. 14.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ πρῶτος ἐν τῇ πόλει, τύχη Πινδ. Ἀποσπ. 14. 2) ἡ πρώτη πόλις, πρὸς πόλιν τὴν πρωτόπολιν Κ. Μανασσ. Χρον. 2622 ‒ πρωτόπτολις, Νόνν. Διονυσ. 41. 357.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
le premier dans l’État.
Étymologie: πρῶτος, πόλις.
Greek Monolingual
-όλεως, ὁ, ἡ, ΜΑ, και ποιητ. τ. πρωτόπτολις, Μ
ο πρώτος ή η πρώτη μέσα στην πόλη
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ πρωτόπολις
η πρώτη πόλη.
Russian (Dvoretsky)
πρωτόπολις: εως adj. первый в городе, т. е. важнейший для города (τύχη Pind., Plut.).