θεόργητος
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
ον,= θεομανής, Sch.A.Th.653. θεορέω,
A v. θεωρέω.
German (Pape)
[Seite 1197] Erkl. von θεομανής, Schol. Aesch. Spt. 659.
Greek (Liddell-Scott)
θεόργητος: -ον, = θεομανής, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 659.
Greek Monolingual
θεόργητος, -ον (Α)
θεομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -όργητος (< -οργος < οργή κατά τα άνοος > ανόητος, πρβλ. βαρυ-όργητος, δυσ-όργητος].