Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πελός

From LSJ
Revision as of 05:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)
Sophocles, Antigone, 781

German (Pape)

[Seite 551] s. πελιός, πελλός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de couleur sombre, noirâtre, noir.
Étymologie: R. Πελ, être sombre ; cf. πολιός, lat. palleo, pullus.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. πελλός.
(II)
ο
βλ. πελελός.

Greek Monotonic

πελός: ή πελλός, -ή, -όν, Λατ. pullus, σκουρόχρωμος, σκονισμένος, σταχτόχρωμος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πελός: и πελλός 3 темно-серый, темно-бурый, темный (μηκάς Soph.; ὄϊς Theocr.; ἐρωδιός Arst. - v. l. πέλλος).

Middle Liddell

!πελός, ορ πελλός, ή, όν
Lat. pullus, dark-coloured, dusky, ash-coloured, Theocr.