διείρομαι

From LSJ
Revision as of 14:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διείρομαι Medium diacritics: διείρομαι Low diacritics: διείρομαι Capitals: ΔΙΕΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: dieíromai Transliteration B: dieiromai Transliteration C: dieiromai Beta Code: diei/romai

English (LSJ)

   A v. διέρομαι.

German (Pape)

[Seite 618] u. διειρύω, s. διέρομαι u. διερύω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
demander : τι, qch ; τινά τι, qch à qqn.
Étymologie: διά, εἴρομαι.
2Pass. de διείρω.

English (Autenrieth)

inquire of or question fully, τὶ, and τινά τι.

Spanish (DGE)

v. διέρομαι.

Greek Monotonic

διείρομαι: απαρ. αορ. βʹ δι-ερέσθαι, ανακρίνω, εξετάζω εξονυχιστικά, σε Όμηρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διείρομαι: I med.-pass. к διείρω.
II и διέρομαι расспрашивать (τινά τι Hom.).

Middle Liddell

aor2 inf. δι-ερέσθαι
to question closely, Hom., Plat.