νεοτόκος
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient d’enfanter.
Étymologie: νέος, τίκτω.
English (Slater)
νεοτόκος
1 of recent childbirth ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα, from the bed where she had just given birth to Herakles and Iphikles) (Pae. 20.14)
Greek Monolingual
-ο (Α νεοτόκος και νεητόκος, -ον)
αυτός που γέννησε πρόσφατα («λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος, τελειο-τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
νεοτόκος: I adj. f недавно родившая (ἵππος θήλεια Plut.).
II ἡ молодая мать Eur.