επίταξη
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Greek Monolingual
η (Α ἐπίταξις) επιτάσσω
νεοελλ.
1. η αυθαίρετη κατάληψη κινητής ή ακίνητης περιουσίας με αποζημίωση του ιδιοκτήτη («επίταξη κτηνών, κτηρίων»)
2. η υποχρεωτική εισφορά τών κατοίκων σε είδος ή σε προσωπική εργασία για άμεση κοινωνική ανάγκη ύστερα από κυβερνητική διαταγή
αρχ.
1. διαταγή, προσταγή, παραγγελία («τῶν δὲ [θεῶν] τὰς ἐπιτάξεις καὶ ἀμοιβάς τῶν θυσιῶν», Πλάτ.)
2. έντονη επιθυμία, διάθεση («κατὰ τὴν τῆς αὐτοῡ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι», Πλάτ.)
3. καθορισμένη τάξη, διάταξη («νόμοις καί... ἐπιτάξεσιν», Πλάτ.)
4. επιβολή με νόμο («τήν ἐπίταξιν τοῡ φόρου», Ηρόδ.)
5. έκδοση διαταγών («ἄρχοντος δ’ ἐπίταξις», Αριστοτ.).