επιχρίω

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπιχρίω)
1. απλώνω ρευστή ή μαλακή ουσία και καλύπτω μια επιφάνεια (α. «ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῡ τυφλοῡ», ΚΔ
β. «τόξον ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ»)
2. καλύπτω τοίχο, στέγη κ.λπ. με ασβεστοκονίαμα ή άλλο υλικό, σοβαντίζω
αρχ.
επαλείφω με μύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρίω «αλείφω»].