καθυπάρχω
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
strengthd. for ὑπάρχω, Plu.Cic.23.
German (Pape)
[Seite 1289] = ὑπάρχω, Plut. Cic. 23.
Greek (Liddell-Scott)
καθυπάρχω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπάρχω, Πλουτ, Κικέρων, 23.
French (Bailly abrégé)
c. ὑπάρχω.
Greek Monolingual
καθυπάρχω (Α)
(επιτατ. του υπάρχω) υπάρχω από την αρχή («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ δοκεῑ τοῡτο καθυπάρξαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπ-άρχω].
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῠπάρχω: быть в наличии: πρώτῳ ἐκείνῳ δοκεῖ τοῦτο καθυπάρξαι Plut. это (звание) было ему, кажется, присуждено первому.