καθυπάρχω

From LSJ
Revision as of 22:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυπάρχω Medium diacritics: καθυπάρχω Low diacritics: καθυπάρχω Capitals: ΚΑΘΥΠΑΡΧΩ
Transliteration A: kathypárchō Transliteration B: kathyparchō Transliteration C: kathyparcho Beta Code: kaqupa/rxw

English (LSJ)

strengthd. for ὑπάρχω, Plu.Cic.23.

German (Pape)

[Seite 1289] = ὑπάρχω, Plut. Cic. 23.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπάρχω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπάρχω, Πλουτ, Κικέρων, 23.

French (Bailly abrégé)

c. ὑπάρχω.

Greek Monolingual

καθυπάρχω (Α)
(επιτατ. του υπάρχω) υπάρχω από την αρχή («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ δοκεῑ τοῡτο καθυπάρξαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπ-άρχω].

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠπάρχω: быть в наличии: πρώτῳ ἐκείνῳ δοκεῖ τοῦτο καθυπάρξαι Plut. это (звание) было ему, кажется, присуждено первому.