κατανόημα

From LSJ
Revision as of 17:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανόημα Medium diacritics: κατανόημα Low diacritics: κατανόημα Capitals: ΚΑΤΑΝΟΗΜΑ
Transliteration A: katanóēma Transliteration B: katanoēma Transliteration C: katanoima Beta Code: katano/hma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A purpose, contrivance, τὸ τῶν θεῶν τοῦ κόσμου κ. Pl.Epin.987d; κ. Χρηματιστικόν Arist.Pol.1259a7.

German (Pape)

[Seite 1366] τό, das Bemerkte, die Beobachtung, Wahrnehmung, τοῦ κόσμου Plat. Epin. 987 d; bei Arist. pol. 1, 11 das Ausgesonnene, Erfindung.

Greek (Liddell-Scott)

κατανόημα: τό, κατανοηθέν, ἐπινόημα, ἐφεύρεσις, Πλάτ. Ἐπιν. 987D, Ἀριστ. Πολ. 1. 11, 8.

Greek Monolingual

κατανόημα, τὸ (Α) κατανοώ
επινόημα, εφεύρεση («τοῡτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

κατανόημα: ατος τό
1) понимание, знание (τῶν θεῶν, τοῦ κόσμου Plat.);
2) мысль, выдумка, изобретение (κ. χρηματιστικον Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατανόημα -ατος, τό [κατανοέω] bedenksel, vondst.