ματαιώνω

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

(ΑM ματαιῶ, -όω) μάταιος
καθιστώ κάτι μάταιο, ανώφελο
νεοελλ.
1. εμποδίζω ή αναχαιτίζω την εκτέλεση ή την πραγματοποίηση κάποιας προγραμματισμένης ενέργειας («την τελευταία στιγμή, η άμεση αντίδραση του λαού ματαίωσε το πραξικόπημα»)
2. ακυρώνω, δεν πραγματοποιώ κάτι («αποφάσισα να ματαιώσω την επίσκεψή μου στο σπίτι της»)
3. παθ. ματαιώνομαι
εμποδίζεται η εκτέλεσή μου, μένω ανεκτέλεστος, δεν πραγματοποιούμαι («επειδή οι ηθοποιοί αρρώστησαν, ματαιώθηκε η παράσταση»)
μσν.-αρχ.
παθ. ματαιοῡμαι, -όομαι
1. καθίσταμαι ανώφελος («οὐ ματαιωθήσεται τὰ ῥήματα τῶν λόγων αὐτοῡ», ΠΔ)
2. συμπεριφέρομαι ή ενεργώ απερίσκεπτα, φέρομαι ανόητα
3. απατώμαι («ἐματαιώθησαν ἐν τοῑς διαλογισμοῑς αὐτῶν»).