Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετακεράννυμι

From LSJ
Revision as of 00:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακεράννυμι Medium diacritics: μετακεράννυμι Low diacritics: μετακεράννυμι Capitals: ΜΕΤΑΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: metakeránnymi Transliteration B: metakerannymi Transliteration C: metakerannymi Beta Code: metakera/nnumi

English (LSJ)

   A mix by pouring from one vessel into another, ἐκ τοῦ κυρτιδίου εἰς τὸν λουτῆρα v.l. for μετεράσας in Dsc.1.52, as also in Plu.2.801c.    II change one's nature, ἐκ τοῦ θανατώδους ἐς τὸ ἠπιώτερον Paus.9.28.4.

German (Pape)

[Seite 147] (s. κεράννυμι), ummischen, anders mischen, aus einem Gefäß in das andere hineinmischen, εἰς καθαρὸν ἀγγεῖον ἐκ ῥυπαροῦ μετακεράσαντες, Plut. reip. ger. praec. 4; verwandeln, Paus. 9, 28, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μετακεράννυμι: [ᾰ], ἀναμιγνύω ἐγχέων ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, ἐκ τοῦ κυρτιδίου εἰς τὸν λουτῆρα Διοσκ. 1. 63. - παρὰ Πλουτ. 2. 801C, διάφ. γραφ. ἀντὶ μετεράσαντες. ΙΙ. παρὰ Παυσ. 9. 28, 4, μεταβάλλομαι, μετακεράννυσί σφίσιν ἐκ τοῦ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός.

French (Bailly abrégé)

mélanger en versant d’un vase dans un autre.
Étymologie: μετά, κεράννυμι.

Greek Monolingual

μετακεράννυμι (Α)
1. αναμιγνύω χύνοντας υγρό από ένα δοχείο σε άλλο («εἰς καθαρὸν ἀγγεῑον ἐκ ῥυπαροῡ μετακεράσαντες», Πλούτ.)
2. μεταβάλλω τη φύση κάποιου («μετακεράννυσί σφισιν ἐκ τοῡ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κεράννυμι «αναμιγνύω»].

Russian (Dvoretsky)

μετακεράννῡμι: размешивать переливая (εἰς καθαρὸν ἀγγεῖον ἐκ ῥυπαροῦ Plut.).