πρόπτωση

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source

Greek Monolingual

η / πρόπτωσις -ώσεως, ΝΑ προπίπτω
1. πτώση προς τα εμπρός ή προς τα κάτω
2. ιατρ. η μετατόπιση οργάνου του σώματος από τη φυσιολογική θέση του και, ειδικότερα, η πτώση οργάνου ή τμήματος οργάνου από τη φυσιολογική του θέση εξαιτίας της χαλάρωσης τών στηρικτικών του μέσων (α. «πρόπτωση της μήτρας» β. «πρόπτωσις ὑστέρας», Διοσκ.)
αρχ.
1. (σχετικά με τα μάτια) εκβολή προς τα έξω, προεκβολή
2. η προεκβολή τών δοράτων της φάλαγγας
3. κλίση, ροπή προς κάτι
4. εσπευσμένη, αστήρικτη κρίση
5. εκφυλισμός
6. μτφ. το να προσπίπτει κανείς στα πόδια κάποιου ικετεύοντάς τον
7. φρ. «ἡ τοῡ φθόγγου πρόπτωσις» — εκφώνηση, προφορά.