λοχεῖος

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχεῖος Medium diacritics: λοχεῖος Low diacritics: λοχείος Capitals: ΛΟΧΕΙΟΣ
Transliteration A: locheîos Transliteration B: locheios Transliteration C: locheios Beta Code: loxei=os

English (LSJ)

α, ον, and ος, ον,

   A = λόχιος (q.v.), λοχείους ἡμέρας days of thanks for safe delivery, Plu.2.377c; θυέτωσαν . . αἱ τὰ λ. ἐκπορευόμεναι καὶ ζωννύμεναι Milet.1(7).204b9; λοχεῖα (sc. χωρία) λιποῦσα having left the place where she bore the child, E.IT1241 (lyr.); cf. λοχαῖος: Subst. λοχεῖα, τά, = λοχεία 1, Hp. Mul.1.29, Ruf. ap. Orib.5.3.16.    2 Λοχεία, ἡ, title of Artemis, = Λοχία, IG9(2).141, 142 (Theb. Phthiot.), Orph.H.36.3, etc.

Greek (Liddell-Scott)

λοχεῖος: -α, -ον, καὶ ος, ον, = λόχιος, (ὃ ἴδε), λ. ἡμέραι, ἡμέραι εὐχαριστήριοι δι’ εὐτυχῆ τοκετόν, Πλούτ. 2. 377C· λοχεῖα (ἐξυπ. χωρία) λιποῦσα, ἐγκαταλιποῦσα τὸν τόπον ἔνθα ἔτεκε τὸ παιδίον, Εὐρ. Ι. Τ. 1241· πρβλ. λοχαῖος. 2) ἡ Λοχεία, = ἡ Λοχία, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 35. 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 qui concerne l’accouchement ; τὰ λοχεῖα (χωρία) lieu où se fait l’accouchement;
2 qui préside aux accouchements (Artémis).
Étymologie: λόχος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λοχεῑος, -ία, -ον θηλ. και -ος)
1. ο τόπος όπου γεννά μια μητέρα (α. «λοχεῑα κλεινὰ λιποῡσα» — αφού εγκατέλειψε τον τόπο όπου γέννησε το παιδί, Ευρ.
β. «αἱ λόχειοι ἡμέραι» — μέρες καθιερωμένες για ευχαριστίες ύστερα από ευτυχή τοκετό, Πλούτ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ. (τὰ λοχεῑα
τα λόχια
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λοχεία
η Λοχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «τοκετός, γέννημα» + κατάλ. -ειος (πρβλ. οικ-είος, σπονδ-είος)].

Greek Monotonic

λοχεῖος: -α, -ον, και λοχεῖος, -ον, = λόχιος, λοχεῖα (ενν. χωρία), τόπος γέννησης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λοχεῖος: и 2 λόχος 8] связанный с родами (τὰς λοχείους ἡμέρας ἑορτάζειν Plut.).

Middle Liddell

λοχεῖος, η, ον = λόχιος, λοχεῖα (sub. χωρία)]
the place of childbirth, Eur.