Πυανεψιών

From LSJ
Revision as of 00:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek (Liddell-Scott)

Πυᾰνεψιών: -ῶνος, ὁ, ὁ τέταρτος μὴν τοῦ Ἀττ. ἔτους κληθεὶς οὕτως ἐκ τῆς ἑορτῆς Πυανέψια, καὶ ἀντιστοιχῶν πρὸς τὰς ἀρχὰς Ὀκτωβρίου μέχρις ἀρχῶν Νοεμβρίου (Ἰουλιαν. ἡμερολ.), Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστορ. 4. 2. 10, κτλ.· ἴδε Clinton F. Η. 2. append. 19. Ὁ τύπος πυανοψιὼν ἀπαντᾷ ἐν Ἀττ. ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 21., 270. 1, 10., 276. 13· πρβλ. Πυανέψια.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
Pyanepsion, 4ᵉ mois de l’année attique, correspondant à la 2ᵉ moitié d’octobre et à la 1ᵉ de novembre.
Étymologie: Πυανέψια.

Greek Monolingual

και Πυανοψιών, -ῶνος, ὁ, Α
ο τέταρτος μήνας του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε με το διάστημα 15 Οκτωβρίου -15 Νοεμβρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πυανέψια / Πυανόψια + κατάλ. -ών, που απαντά και σε άλλα ον. μηνών (πρβλ. Μεταγειτνι-ών)].

Greek Monotonic

Πυᾰνεψιών: -ῶνος, ὁ, ο τέταρτος μήνας του Αττ. χρόνου, ονομάζεται έτσι από τη γιορτή Πυανέψια, που ελάμβανε χώρα από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

Πυᾰνεψιών: ῶνος ὁ пианепсион (4-й месяц атт. календаря, приблиз. 15 X - 15 XI) Plat., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Πυανεψιών -ῶνος, ὁ [Πυανέψια] Pyanepsion (Attische maand, oktober-november).

Middle Liddell

Πυᾰνεψιών, ῶνος, ὁ,
the fourth month of the attic year,so named from the festival Πυανέψια, = latter part ofOctober and former of November, Theophr.