κλόνις
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A os sacrum, Antim.65: κλόνιον, τό, = ἰσχίον, ῥάχις, ὀσφύς, Hsch.: κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος μάχαιρα, παρίσχιον, Id. (Cf. Skt. śróṇis 'haunch', Lat. clūnis.)
German (Pape)
[Seite 1456] εως, ἡ, das Heiligen- od. Steißbein, os lumbare, Antim. 59 bei Poll. 2, 178.
Greek (Liddell-Scott)
κλόνις: -ιος, ἡ, = ῥάχις, Ἀντίμαχος παρὰ Πολυδ. Β΄, 178· κλόνιον, τό, = ἰσχίον, Ἡσύχ.· κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος μάχαιρα ὁ αὐτ. (Πρβλ. Σανσκρ. ←rôn-is, Λατ. clunis, clunaclum = κλονιστήρ).
Greek Monolingual
κλόνις, -ιος, ἡ (Α)
1. το ιερό οστό
2. η κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα klou-ni «ισχίο, γλουτός» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. śroni, το αβεστ. sraoniš, το λατ. clunis, το ιρλδ. cluain και το λιθουαν. šlaunis. Πρόβλημα, ωστόσο, παρουσιάζει ο φωνηεντισμός κλον-, που ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα παρετυμολογικής συνδέσεως με το κλόνος.
Frisk Etymological English
-ιος
Grammatical information: f.
Meaning: haunch (Antim. 65);
Derivatives: κλόνιον ἰσχίον, ῥάχις, ὀσφύς and κλονιστήρ παραμήριος μάχαιρα, παρίσχιον H. (cf. Lat. clūnāc(u)lum cultrum sanguinarium ..., quia ad clunes dependet Paul Fest. 50).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The wordt resembles an old IE. word for buttock, hip: Skt. śróṇi-, Lat. clūnis, Celt., e. g. Welsh clun, OWNo. hlaun, Balt., e. g. Lith. šlaunìs, IE. *ḱlounis. As however κλόνις cannot be combined with this (attempts mentioned in Bq and rejected), the word may have been folketymologically adapted to κλόνος (sch. A. Pr. 499 ἀφοὗ καὶ κλόνις ὀνομάζεται διὰ τὸ ἀεικίνητον, scil. ὀσφύς) (Brugmann, e. g. MU 3, 20, Schulze Q. 105 A. 1, Schwyzer 38 n. 1; doubts in Pok. 608; also Specht Ursprung 162 with a morphologically improbable analysis). Diff., not better, Petersson IF 35, 269ff. (against it Kretschmer Glotta 9, 233), Holthausen IF 62, 157.