λιψουρία
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
ἡ, (λίπτομαι, οὖρον)
A desire to make water, A.Ch.756.
Greek (Liddell-Scott)
λιψουρία: ἡ, ἐπιθυμία πρὸς οὔρησιν, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Χο. 756.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
désir d’uriner.
Étymologie: λίπτω, οὐρέω.
Greek Monolingual
λιψουρία, ἡ (Α)
επιθυμία για ούρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λίψουρος ή λιψουρῶ < λίπτω + οὖρον.
Greek Monotonic
λιψουρία: ἡ (οὖρον), επιθυμία για ούρηση, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λιψουρία: ἡ λίπτομαι позыв к мочеиспусканию Aesch.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: desire to make water (A. Ch. 756).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Abstractformation in -ία from a supposed *λιψ-ουρέω or *λίψ-ουρος, governing compound from *λῖψαι desire (to λίπτω, s. v.) and οὖρον (cf. Schwyzer 444: 2b, 468: 4). From this was created λίψ ἐπιθυμία H.?
Middle Liddell
λιψ-ουρία, ἡ, οὖρον
desire of making water, natural needs, Aesch.