τιθαιβώσσω

From LSJ
Revision as of 01:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθαιβώσσω Medium diacritics: τιθαιβώσσω Low diacritics: τιθαιβώσσω Capitals: ΤΙΘΑΙΒΩΣΣΩ
Transliteration A: tithaibṓssō Transliteration B: tithaibōssō Transliteration C: tithaivosso Beta Code: tiqaibw/ssw

English (LSJ)

of bees,

   A store up honey, Od.13.106.    2 generally, store up, put away, ἔνδοθι γωρυτοῖο τιθαιβώσσουσα κάλυψε Antim. in PMilan.17.37 (glossed τιθεῖσα καὶ ἀποθησαυρίζουσα ibid.).    II supply with food, foster, cherish, τέκνα τ. Nic.Th.199: metaph., γύας τ. ἀρδηθμῷ Lyc.622.

German (Pape)

[Seite 1109] 1) bauen u. nisten; ἔνθα δ' ἔπειτα τιθαιβώσσουσι μέλισσαι, Od. 13, 106, Honig bauen; von Hühnern, Nic. Th. 109. – 2), nähren, fruchtbar machen, Lycophr. 622. – Die Alten leiten es fälschlich von τιθέναι βόσιν ab, es hängt wohl mit τίτθη, τιθήνη u. ä. zusanmen.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθαιβώσσω: ἐπὶ μελισσῶν, ἀποτίθεμαι τὴν βόσιν, τουτέστιν, ἀποθησαυρίζω τὴν τροφὴν δηλ. τὸ μέλι, Ὀδ. Ν. 106. ΙΙ. παρέχω τροφήν, τρέφω, περιθάλπω, τέκνα τ. Νικ. Θηρ. 199 καὶ μεταφ., γύας θ. ἀρδηθμῷ Λυκόφρ. 622. (Συγγενὲς ταῖς λέξεσι τιθάς, τίτθη, τιθήνη, τιθασός, κλπ.)

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
construire des rayons en parl. d’abeilles.
Étymologie: pê de la R. Θαβ, travailler = lat. Fab de faber, avec redoubl.

English (Autenrieth)

lay up honey, Od. 13.106†.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.)
1. βάζω στην άκρη, αποθησαυρίζω
2. (για μέλισσες) αποταμιεύω το μέλι
3. παρέχω τροφή, τρέφω
4. μτφ. καθιστώ κάτι καρποφόρο («γύας τιβαιβώσσουσι ἀρδηθμῷ», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχημ. σε -ώσσω (πρβλ. ὑγρώσσω) με ενεστ. διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ. Το ρ. μαρτυρείται στον Όμηρο και στην αλεξανδρινή ποίηση].

Greek Monotonic

τῐθαιβώσσω: λέγεται για τις μέλισσες, αποθηκεύω το μέλι, σε Ομήρ. Οδ. (συγγενές προς το τιθήνη;)

Russian (Dvoretsky)

τῐθαιβώσσω: (о пчелах) роиться, размножаться или гнездиться, по по друг. - приготовлять мед Hom.

Middle Liddell

τῐθαιβώσσω,
of bees, to store up honey, Od. [Akin to τιθήνη?]