διαγίνομαι
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
French (Bailly abrégé)
ion. et réc. c. διαγίγνομαι.
English (Strong)
from διά and γίνομαι; to elapse meanwhile: X after, be past, be spent.
English (Thayer)
2nd aorist διεγενομην;
1. to be through, continue.
2. to be between, intervene; hence, in Greek writings from Isaeus (p. 84,14, 9 (or. de Hagn. hered.) χρόνων διαγενομένων) down, the aorist is used of time, to have intervened, elapsed, passed meanwhile, (cf. χρόνου μεταξύ διαγενομένου Lysias 93,6): ἡμερῶν διαγενομένων τινων, ἱκανοῦ χρόνου διαγενομένου διαγενομένου τοῦ σαββάτου, Mark 16:1.