ὀλιγόπιστος

From LSJ
Revision as of 14:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόπιστος Medium diacritics: ὀλιγόπιστος Low diacritics: ολιγόπιστος Capitals: ΟΛΙΓΟΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: oligópistos Transliteration B: oligopistos Transliteration C: oligopistos Beta Code: o)ligo/pistos

English (LSJ)

ον,

   A of little faith, Ev.Matt.8.26, al., Sext.Sent. 6.

German (Pape)

[Seite 321] mit wenigem Glauben, kleingläubig, Matth. 6, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόπιστος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγην πίστιν, Εὐάγγ. κ. Ματθ. η΄, 26, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a peu de foi, de peu de foi.
Étymologie: ὀλίγος, πίστις.

English (Strong)

from ὀλίγος and πίστις; incredulous, i.e. lacking confidence (in Christ): of little faith.

English (Thayer)

ὀλιγοπιστου, ὁ, ἡ (ὀλίγος and πίστις), of little faith, trusting too little: Luke 12:28. (Not found in secular authors)

Greek Monolingual

και λιγόπιστος, -η, -ο (ΑΜ ὀλιγόπιστος, -ον)
αυτός που έχει λίγη πίστη, αυτός του οποίου εύκολα κλονίζεται η πίστη
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, δύσπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + πιστός].

Greek Monotonic

ὀλιγόπιστος: -ον, αυτός που διαθέτει λίγη πίστη, λιγόπιστος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγόπιστος: маловерный NT.

Middle Liddell

ὀλῐγό-πιστος, ον,
of little faith, NTest.