ὀλιγόπιστος
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
ον,
A of little faith, Ev.Matt.8.26, al., Sext.Sent. 6.
German (Pape)
[Seite 321] mit wenigem Glauben, kleingläubig, Matth. 6, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόπιστος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγην πίστιν, Εὐάγγ. κ. Ματθ. η΄, 26, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a peu de foi, de peu de foi.
Étymologie: ὀλίγος, πίστις.
English (Strong)
from ὀλίγος and πίστις; incredulous, i.e. lacking confidence (in Christ): of little faith.
English (Thayer)
ὀλιγοπιστου, ὁ, ἡ (ὀλίγος and πίστις), of little faith, trusting too little: Luke 12:28. (Not found in secular authors)
Greek Monolingual
και λιγόπιστος, -η, -ο (ΑΜ ὀλιγόπιστος, -ον)
αυτός που έχει λίγη πίστη, αυτός του οποίου εύκολα κλονίζεται η πίστη
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, δύσπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + πιστός].
Greek Monotonic
ὀλιγόπιστος: -ον, αυτός που διαθέτει λίγη πίστη, λιγόπιστος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγόπιστος: маловерный NT.