ὀψία

From LSJ
Revision as of 04:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψία Medium diacritics: ὀψία Low diacritics: οψία Capitals: ΟΨΙΑ
Transliteration A: opsía Transliteration B: opsia Transliteration C: opsia Beta Code: o)yi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη (sc. ὥρα), ἡ,

   A the latter part of day, evening, opp. ὄρθρος, freq. joined with δείλη (q. v.), μέχρι δείλης ὀψίης Hdt.7.167; περὶ δείλην ὀ. Th.8.26; δείλης ὀ. late in the evening, D.57.9; ὀψίας alone, POxy.528.5 (ii A. D.).—Cf. ὄψιος.

German (Pape)

[Seite 432] ἡ, die Späte, der Abend, eigentlich fem. von ὄψιος (w. m. vgl.), sc. ὥρα, N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψία: Ἰων. -ίη (ἐξυπ. ὥρα), ἡ, τὸ πρὸς τὴν ἑσπέραν μέρος τῆς ἡμέρας, ἑσπέρα, ἀντίθ. τῷ ὄρθρος, συχνάκις συνάπτεται μετὰ τοῦ δείλη (ὃ ἴδε), δείλη ἦν ὀψία Ἡρόδ. 7. 167· περὶ δείλην ὀψίαν Θουκ. 8. 26· δείλης ὀψίας, «ἀργὰ τὸ βράδυ», Δημ. 1301. ἐν τέλ. πρβλ. ὄψιος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
s.e. ὥρα;
dernière partie du jour, soir.
Étymologie: ὄψιος.

Greek Monolingual

ὀψία και ιων. τ. ὀψίη, η (Α)
βλ. όψιος.

Greek Monotonic

ὀψία: Ιων. -ίη (ενν. ὥρα), το ύστερο τμήμα της ημέρας, το απόγευμα, σε αντίθ. προς το ὄρθρος, που συχνά επίσης συνάπτεται με το δείλη· δείλη ἦν ὀψίη, σε Ηρόδ.· περὶ δείλην ὀψίαν, σε Θουκ.· δείλης ὀψίας, αργά το απόγευμα, σε Δημ. πρβλ. δείλη.

Russian (Dvoretsky)

ὀψία: ἡ (sc. ὥρα) поздний час, вечер NT.

Middle Liddell

[ὀψέ]
ὀψία (sc. ὥρα) the latter part of day, evening, opp. to ὄρθρος, often also joined with δείλη, δείλη ἦν ὀψίη Hdt.; περὶ δείλην ὀψίαν Thuc.; δείλης ὀψίας late in the evening, Dem. Cf. δείλη.