πολυεύσπλαγχνος
From LSJ
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
Greek (Liddell-Scott)
πολυεύσπλαγχνος: -ον, πολὺ εὔσπλαγχνος, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 645Α.
English (Thayer)
(πολύσπλαγχνος) πολυσπλαγχνον (πολύς, and σπλάγχνον which see), full of pity, very kind: חֶסֶד רַב, in the Sept. πολυέλεος. (Theod. Stud., p. 615.)
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυεύσπλαγχνος, -ον, ΝΜΑ
πολύ ευσπλαγχνικός, πολύ συμπονετικός.