συμποσία
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
ἡ,
A drinking together, Alc.46. Pi.P.4.294, LXX 3 Ma.5.15, al.
German (Pape)
[Seite 989] ἡ, das Zusammentrinken, das Trinkgelage, συμποσίας ἐφέπων Pind. P. 4, 294.
Greek (Liddell-Scott)
συμποσία: ἡ, τὸ ὁμοῦ πίνειν, τὸ συμπίνειν, συμπόσιον, Ἀλκαῖ. 46· συμποσίας ἐφέπων Πινδ. Π. 4. 524.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de boire ensemble ; p. ext. festin.
Étymologie: συμπίνω.
English (Slater)
συμποσία
1 banquet, drinking party συμποσίας ἐφέπων (P. 4.294)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
συμποσία: ἡ (πόσις), το να πίνει κάποιος μαζί με άλλους, συμπόσιο, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
συμποσία: ἡ пирушка, попойка Pind.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμποσία -ας, ἡ [συμπόσιον] het samen drinken, drinkpartij.