συκῆ
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
German (Pape)
[Seite 973] ἡ, s. das Vorige.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
contr. p. συκέα, συκέη.
English (Strong)
from σῦκον; a fig-tree: fig tree.
English (Thayer)
συκῆς, ἡ (contracted from συκεα), from Homer down, Hebrew תְּאֵנָה, a fig-tree: Revelation 6:13. (Cf. Löw, Aram. Pflanzennamen, § 335.)
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του συκέα) βλ. συκιά.
Greek Monotonic
σῠκῆ: ἡ, Ιων. και Επικ. σῡκέη· Ιων. γεν. πληθ. συκέων ή συκεέων (σῦκον)·
1. δέντρο συκιά, Λατ. ficus (ο καρπός είναι το σῦκον), σε Ομήρ. Οδ.
2. = σῦκον I, καρπός συκιάς, σύκο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
σῦκον
1. the fig-tree, Lat. ficus (the fruit being σῦκον), Od.
2. = σῦκον I, a fig, Ar.