οἰκοδόμος

From LSJ
Revision as of 21:15, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδόμος Medium diacritics: οἰκοδόμος Low diacritics: οικοδόμος Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: oikodómos Transliteration B: oikodomos Transliteration C: oikodomos Beta Code: oi)kodo/mos

English (LSJ)

ὁ (parox.),

   A builder, architect, Hdt.2.121. α', Ar.Fr.180, Pl.Prt.319b, Supp.Epigr.4.105, etc.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδόμος: ὁ, ὁ οἰκοδομῶν, κτίστης, ἀρχιτέκτων, Ἡρόδ. 2. 121, 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 223, Πλάτ. Πρωτ. 319Β, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
architecte, bâtisseur.
Étymologie: οἶκος, δέμω.

Greek Monolingual

ο (Α οικοδόμος)
αυτός που οικοδομεί, κτίστηςχωρίον ἡμῑν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», Ξεν.)
νεοελλ.
1. αυτός που διευθύνει την οικοδόμηση, που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («οικοδόμος μηχανικός»)
2. μτφ. ο κύριος πρωτεργάτης μιας προσπάθειας, ο δημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δόμος (< δόμος < δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. λιθο-δόμος, πυργο-δόμος.

Greek Monotonic

οἰκοδόμος: ὁ (δέμω), χτίστης, αρχιτέκτονας, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοδόμος: ὁ строитель, зодчий Her., Xen. etc.

Middle Liddell

οἰκο-δόμος, ὁ, δέμω
a builder, an architect, Hdt., Plat.

Chinese

原文音譯:o„kodomšw 哀可-多姆哦

詞類次數:動詞(39)

原文字根:家-建造 相當於: (בָּנָה‎)

字義溯源:作匠人,匠人,建造,建立,蓋造,蓋建,修造,蓋,造,支持,造成,造就,放膽;源自(οἰκοδομή)=建築);由(οἶκος)*=住處)與(δῶμα)=廈)組成,而 (δῶμα)出自(δελεάζω)Z*=建造)。這字也用來描寫信徒屬靈生長的建造,如:被建造成為靈宮( 彼前2:5)。參讀 (ἑτοιμάζω)同義字參讀 (οἶκος)同源字

出現次數:總共(39);太(8);可(4);路(12);約(1);徒(3);羅(1);林前(6);加(1);帖前(1);彼前(2)

譯字彙編

1) 建造(6) 太7:24; 太7:26; 路6:48; 路7:5; 羅15:20; 加2:18;

2) 蓋(4) 路6:48; 路6:49; 路12:18; 路14:28;

3) 匠人(4) 太21:42; 可12:10; 路20:17; 彼前2:7;

4) 造就(4) 林前8:1; 林前14:4; 林前14:4; 林前14:17;

5) 建造起來(3) 太26:61; 太27:40; 可15:29;

6) 蓋了(2) 太21:33; 可12:1;

7) 你們修造(2) 路11:47; 路11:48;

8) 放膽(1) 林前8:10;

9) 建立(1) 帖前5:11;

10) 你們要⋯造(1) 徒7:49;

11) 被建造(1) 彼前2:5;

12) 被建立(1) 徒9:31;

13) 造就人(1) 林前10:23;

14) 蓋建(1) 路14:30;

15) 你們建造(1) 太23:29;

16) 我要建造(1) 太16:18;

17) 我要造(1) 可14:58;

18) 造(1) 路4:29;

19) 才造成的(1) 約2:20;

20) 又蓋造(1) 路17:28;

21) 造成(1) 徒7:47