κατάκρισις
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
εως, ἡ,
A condemnation, 2 Ep.Cor.3.9, 7.3, Vett.Val.108.4, 117.35 (pl.). 2 judgement, κ. ψευδής a false estimate, Gal.5.76.
German (Pape)
[Seite 1356] ἡ, das Verurtheilen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκρῐσις: -εως, ἡ, τὸ κατακρίνειν, καταδικάζειν, Φώτ., κλ.
English (Strong)
from κατακρίνω; sentencing adversely (the act): condemn(-ation).
English (Thayer)
κατακρίσεως, ἡ (κατακρίνω), condemnation: δικονια, 2a.); πρός κατάκρισιν, in order to condemn, 2 Corinthians 7:3. (Not found in secular authors.)
Russian (Dvoretsky)
κατάκρῐσις: εως ἡ NT = κατάκριμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατά-κρισις -εως, ἡ [κατακρίνω] veroordeling.
Chinese
原文音譯:kat£krisij 卡他-克里西士詞類次數:名詞(2)
原文字根:向下-審判(者)
字義溯源:判定有罪,判罪,定罪;源自(κατακρίνω)=判罪);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(2);林後(2)
譯字彙編:
1) 定罪(2) 林後3:9; 林後7:3