τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
λαγαρός, ῥοδανός, λιγυρός, ὑγρός, γναμπτός, εὐκαμπής, πολύστροφος, εὔκαμπτος, εὐαφής, ἐπιστρεφής, ἑανός, σφηλός, εὐπειθής, εὐπιθής, ὑδάτινος, καμπτός, ῥαδινός, βραδινός, εὔστρεπτος, ἐΰστρεπτος