обеспечивать
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
Russian > Greek
προσμηχανάομαι ;; συμπαρέχω ;; ἐκπορίζω ;; ἐμπεδόω ;; παραφυλάσσω ;; παραφυλάττω ;; ἀσφαλίζω ;; ἐκβεβαιόομαι ;; ἐξασφαλίζομαι ;; προβλέπομαι ;; ἐφοδιάζω ;; ἐποδιάζω ;; προστατεύω ;; ὀχυρόω ;; βεβαιόω ;; ἐπιμελέομαι ;; φυλάσσω