яркий
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
ἀριπρεπής, πορφύρεος, πορφυροῦς, φλογοειδής, πληκτικός, ὀξύς, διιπετής, ἀνθοφυής, εὐανθής, διαφανής, φλογωπός, κρουστικός, εὔχρως, διαφεγγής, στέροψ, λαμπρός, φανός, λευκός, φαιδρός, φαεινός, φαεννός, ἀγλαώψ, ἀνθηρός, καθαρός, πολυκαής, ἀντίτυπος