Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
εἴσπραξις ;; ἔσπραξις ;; ἔκπραξις ;; κομιδή ;; κομιδά ;; ἄροτος ;; ἀροτός ;; τόκος ;; συγκομιδή ;; ἀγερμός ;; σπόρος ;; ἄγερσις ;; συλλογή ;; ἐπάγερσις ;; συνερανισμός ;; ἀθροισμός ;; ἁθροισμός ;; συναγωγή ;; ἐκφόριον ;; φορά